ξηρόφορτον

ξηρόφορτον
ξηρό-φορτον, τό,
A weight of a cargo of fruit after drying, OGI629.164 (Palmyra, ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξηρόφορτον — ξηρόφορτον, τὸ (Α) φορτίο ξηρών καρπών, δηλ. δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φόρτος] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”